- καταλλαγιάζω
- καταλλαγιάζω (Μ)βλ. καταλαγιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλαγιάζω — και καταλλαγιάζω 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω 2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λαγιάζω «ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
καταλλάγι — και καταλλάι, τὸ (Μ) κατευνασμός, καταλάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταλλαγιάζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek